- τυμβωρυχίας
- τυμβωρυχίᾱς , τυμβωρυχίαgrave-robbingfem acc plτυμβωρυχίᾱς , τυμβωρυχίαgrave-robbingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TYMBORYCHOS — Graece Τυμβώρυχος, cognomen Veneris apud Lacedaemonios olim cultae, teste Meursiô de Antiqq. Lacon. l. 1. Alias Τυμβώρυχος, est qui tumulus refossis cadavera spoliat, λωποδύτης νεκρῶν, ut exponit Hesychius. Unde τυμβωρυχία, vox in veter. Inscr.… … Hofmann J. Lexicon universale
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek